- ἐλαστός
- ἐλασ-τός,A = ἐλατός, PLeid.X.36,70 (iii/iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Elastómero — ► sustantivo masculino INDUSTRIA Materia natural o artificial que tiene mucha elasticidad. * * * elastómero (del gr. «elastós», dúctil, y «méros», parte, porción) m. Nombre que se da a las materias elásticas, como el caucho. * * * elastómero.… … Enciclopedia Universal
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
θερμοελαστικός — ή, ό φρ. (θερμοδυν.) «θερμοελαστικοί συντελεστές» μεγέθη χρησιμοποιούμενα για τον χαρακτηρισμό τής θερμικής διαστολής και τής συμπιεστότητας τών σωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermoelastique < thermo (πρβλ. θερμ(ο) * + elastique … Dictionary of Greek
θερμοελαστικότητα — η (μηχανική) μελέτη τής κατανομής τών τάσεων θερμικής προέλευσης που μπορούν να αναπτυχθούν σε ένα στερεό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermoelasticite < thermo (πρβλ. θερμο *) + elasticite (πρβλ. ελαστικότητα < ελαστικός <… … Dictionary of Greek
τετραέλαστος — ον, Α (για άμαξα) αυτή που σύρεται από τέσσερεις ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + έλαστος (< ἐλαύνω «οδηγώ, μεταφέρω»)] … Dictionary of Greek
elastómero — (Del gr. ἐλαστός, dúctil, y μέρος, parte, porción). m. Materia natural o artificial que, como el caucho, tiene gran elasticidad … Diccionario de la lengua española